Greek Meaning of beefy
γεροδεμένος
Other Greek words related to γεροδεμένος
- αθλητικός
- μυώδης
- Μυώδης
- βαρύς
- τεράστιος
- χάσκι
- μεσομορφικός
- ισχυρός
- Μυώδης
- ισχυρός
- γεροδεμένος
- δυνατός
- γερός
- βαρύς
- ηρακλειώδης
- robust
- ανώμαλος
- νευρώδης
- στερεός
- σταθερός
- γεροδεμένος
- σωματώδης
- υγιής
- παχουλός
- χοντρός
- συμπαγής
- κοντόχοντρος
- παχύσαρκος
- αδέξιος
- μυώδης
- παχουλός
- παχύσαρκος
- παχουλός
- τηγανίτα
- Καθίσματα
- Σκυφτός
- Χοντρός
- παχουλός
- οστεώδης
- αδύνατος
- Λιγερός
- άπαχο
- φως
- ελαφρύ
- αδύνατος
- αδύνατο
- λεπτή
- ελαφρύ
- αδύνατος
- εφεδρικό
- λεπτός
- λεπτός
- ζιζανιώδης
- λυγερός
- λεπτός
- Ασθενής
- εύθραυστος
- άκομψος
- άχαρος
- αδύναμος
- καλαμένιος
- κοκαλιάρης
- αραχνοειδής
- ινώδες
- Λεπτή
- Κλαδάκι
- σφηκοειδής
- Αδύναμος
- δειλός
- σκληρός
- οστεώδης
- εξασθενημένος
- εξασθενημένος
- αδύνατος
- εξασθενημένος
- εύθραυστος
- αδύνατος
- άρρωστος
- αδύναμα
- άσχετος με αθλητισμό
Nearest Words of beefy
- beefwood => βοδινό κρέας
- beefsteak tomato => Ντομάτα κρεάτινη
- beefsteak plant => Molokana
- beefsteak morel => Μοσχαρίσιο φιλέτο με μανιτάρια
- beefsteak geranium => Γεράνι μυρωδιάς μοσχάρι
- beefsteak fungus => Μανιτάρι μπριζόλας
- beefsteak begonia => Μπιφτέκι μπεγκονία
- beefsteak => Μπριζόλα
- beefed-up => ενισχυμένο
- beefeater => Μπίφιτερ
Definitions and Meaning of beefy in English
beefy (s)
muscular and heavily built
beefy (a.)
Having much beef; of the nature of beef; resembling beef; fleshy.
FAQs About the word beefy
γεροδεμένος
muscular and heavily builtHaving much beef; of the nature of beef; resembling beef; fleshy.
αθλητικός,μυώδης,Μυώδης,βαρύς,τεράστιος,χάσκι,μεσομορφικός,ισχυρός,Μυώδης,ισχυρός
οστεώδης,αδύνατος,Λιγερός,άπαχο,φως,ελαφρύ,αδύνατος,αδύνατο,λεπτή,ελαφρύ
beefwood => βοδινό κρέας, beefsteak tomato => Ντομάτα κρεάτινη, beefsteak plant => Molokana, beefsteak morel => Μοσχαρίσιο φιλέτο με μανιτάρια, beefsteak geranium => Γεράνι μυρωδιάς μοσχάρι,