Greek Meaning of beefy

γεροδεμένος

Other Greek words related to γεροδεμένος

Definitions and Meaning of beefy in English

Wordnet

beefy (s)

muscular and heavily built

Webster

beefy (a.)

Having much beef; of the nature of beef; resembling beef; fleshy.

FAQs About the word beefy

γεροδεμένος

muscular and heavily builtHaving much beef; of the nature of beef; resembling beef; fleshy.

αθλητικός,μυώδης,Μυώδης,βαρύς,τεράστιος,χάσκι,μεσομορφικός,ισχυρός,Μυώδης,ισχυρός

οστεώδης,αδύνατος,Λιγερός,άπαχο,φως,ελαφρύ,αδύνατος,αδύνατο,λεπτή,ελαφρύ

beefwood => βοδινό κρέας, beefsteak tomato => Ντομάτα κρεάτινη, beefsteak plant => Molokana, beefsteak morel => Μοσχαρίσιο φιλέτο με μανιτάρια, beefsteak geranium => Γεράνι μυρωδιάς μοσχάρι,