Greek Meaning of beefed-up

ενισχυμένο

Other Greek words related to ενισχυμένο

Definitions and Meaning of beefed-up in English

Wordnet

beefed-up (s)

made greater or stronger

FAQs About the word beefed-up

ενισχυμένο

made greater or stronger

σκληρυμένο,Ενισχυμένο,εδραιωμένο,οχυρωμένος,γυμνασμένος,σκληρυμένο,Ανόπτηση,ενεργοποιημένος,αναζωογονημένο,Ενίσχυσε

ανάπηρος,κατεστραμμένος,πόνος,εξασθενημένος,ανίκανος,τραυματισμένος,Παράλυτος,εξασθενημένος,χαλασμένος,εξασθενημένος

beefeater => Μπίφιτερ, beefcake => Μυώδης, beefburger => Χάμπουργκερ, beefalo => Χοίρος, beef wellington => Μοσχαρίσιο φιλέτο Wellington,