Greek Meaning of mesomorphic
μεσομορφικός
Other Greek words related to μεσομορφικός
- αθλητικός
- γεροδεμένος
- μυώδης
- Μυώδης
- χάσκι
- Μυώδης
- ισχυρός
- βαρύς
- βαρύς
- τεράστιος
- ισχυρός
- robust
- ανώμαλος
- νευρώδης
- στερεός
- γεροδεμένος
- γεροδεμένος
- δυνατός
- γερός
- Χοντρός
- υγιής
- παχουλός
- χοντρός
- συμπαγής
- κοντόχοντρος
- παχύσαρκος
- ηρακλειώδης
- αδέξιος
- μυώδης
- παχουλός
- παχύσαρκος
- παχουλός
- τηγανίτα
- Καθίσματα
- Σκυφτός
- σταθερός
- σωματώδης
- παχουλός
- οστεώδης
- Λιγερός
- άπαχο
- φως
- ελαφρύ
- αδύνατος
- αδύνατο
- λεπτή
- ελαφρύ
- αδύνατος
- λεπτός
- λεπτός
- λυγερός
- Ασθενής
- εύθραυστος
- άκομψος
- αδύνατος
- άχαρος
- καλαμένιος
- κοκαλιάρης
- εφεδρικό
- αραχνοειδής
- ινώδες
- Λεπτή
- Κλαδάκι
- σφηκοειδής
- Αδύναμος
- ζιζανιώδης
- σκληρός
- οστεώδης
- εξασθενημένος
- λεπτός
- εξασθενημένος
- αδύνατος
- εξαντλημένος
- εξασθενημένος
- εύθραυστος
- αδύνατος
- άρρωστος
- αδύναμος
- αδύναμα
- δειλός
- άσχετος με αθλητισμό
Nearest Words of mesomorphic
Definitions and Meaning of mesomorphic in English
mesomorphic (a)
having a robust muscular body-build characterized by predominance of structures (bone and muscle and connective tissue) developed from the embryonic mesodermal layer
FAQs About the word mesomorphic
μεσομορφικός
having a robust muscular body-build characterized by predominance of structures (bone and muscle and connective tissue) developed from the embryonic mesodermal
αθλητικός,γεροδεμένος,μυώδης,Μυώδης,χάσκι,Μυώδης,ισχυρός,βαρύς,βαρύς,τεράστιος
οστεώδης,Λιγερός,άπαχο,φως,ελαφρύ,αδύνατος,αδύνατο,λεπτή,ελαφρύ,αδύνατος
mesomorph => μεσομορφικό, mesometrium => Μεσομήτριον, mesologarithm => Μεσόλογαριθμος, mesolithic age => Μεσολιθική εποχή, mesolithic => Μεσολιθική Εποχή,