Greek Meaning of enervating

εξαντλητικό

Other Greek words related to εξαντλητικό

Definitions and Meaning of enervating in English

Wordnet

enervating (s)

causing debilitation

Webster

enervating (p. pr. & vb. n.)

of Enervate

FAQs About the word enervating

εξαντλητικό

causing debilitationof Enervate

εξουθενωτικό,απογοητευτικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,αποστράγγιση,εξαντλητικός,κουραστικός,ενοχλητικό,ενοχλητικός,συνηθισμένος

απορροφητικός,εκπληκτικός,εκπληκτικός,Συμμετοχικός,απορροφητικός,συναρπαστικός,exhilarating,συναρπαστικός,εμπνευσμένος,ενδιαφέρον

enervated => εξαντλημένος, enervate => εξασθενίζω, enerlasting => αιώνιος, energy-storing => αποθήκευση ενέργειας, energy-absorbing => απορροφητικός ενέργειας,