Greek Meaning of dullish

βαρετός

Other Greek words related to βαρετός

Definitions and Meaning of dullish in English

Webster

dullish (a.)

Somewhat dull; uninteresting; tiresome.

FAQs About the word dullish

βαρετός

Somewhat dull; uninteresting; tiresome.

ενοχλητικό,άνυδρος,ασηπτικός,άγονο,μπλα μπλα,κενό,βαρετό,Άχρωμο,μονότονο,Θλιβερός

απορροφητικός,εκπληκτικός,εκπληκτικός,καταπληκτικός,Συμμετοχικός,απορροφητικός,συναρπαστικός,καταπληκτικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον

dulling => βαρετός, dull-eyed => θαμπών ματιών, dulles => Ντάλες, duller => θαμπότερη, dulled => θαμπό,