Greek Meaning of dulling

βαρετός

Other Greek words related to βαρετός

Definitions and Meaning of dulling in English

Webster

dulling (p. pr. & vb. n.)

of Dull

FAQs About the word dulling

βαρετός

of Dull

αναλγητικό,αναισθητικό,μουδιαστικό,καταπραϋντικός,νεκρωτικό,μουδιαστικό,κατακάθιση,αναισθητικό,ελπιδοφόρος,υπνωτιστικό

διεγερτικός,ενεργειακός,διεγερτικό,διεγερτικό,ξύπνιος,αφύπνιση,ενθαρρυντικός,τονωτικός,αναζωογονητικός,αποκαταστατικός

dull-eyed => θαμπών ματιών, dulles => Ντάλες, duller => θαμπότερη, dulled => θαμπό, dull-browed => με θαμπό πρόσωπο,