Greek Meaning of dulling
βαρετός
Other Greek words related to βαρετός
- αναλγητικό
- αναισθητικό
- μουδιαστικό
- καταπραϋντικός
- νεκρωτικό
- μουδιαστικό
- κατακάθιση
- αναισθητικό
- ελπιδοφόρος
- υπνωτιστικό
- χαλαρωτικό
- υπνωτιστικός
- κατευναστικός
- χαλαρωτικό
- ξεκούραστος
- ηρεμιστικό
- κατευναστικός
- καταπληκτικός
- αντικαταθλιπτικό
- Υπνηλία
- υπνωτικός
- κατευναστικός
- χαλαρωτικό
- υπνηλός
- υπνηλία
- υπνηλίας
- υπνωτικό
- καταπραϋντικό
- ηρεμιστικό
Nearest Words of dulling
Definitions and Meaning of dulling in English
dulling (p. pr. & vb. n.)
of Dull
FAQs About the word dulling
βαρετός
of Dull
αναλγητικό,αναισθητικό,μουδιαστικό,καταπραϋντικός,νεκρωτικό,μουδιαστικό,κατακάθιση,αναισθητικό,ελπιδοφόρος,υπνωτιστικό
διεγερτικός,ενεργειακός,διεγερτικό,διεγερτικό,ξύπνιος,αφύπνιση,ενθαρρυντικός,τονωτικός,αναζωογονητικός,αποκαταστατικός
dull-eyed => θαμπών ματιών, dulles => Ντάλες, duller => θαμπότερη, dulled => θαμπό, dull-browed => με θαμπό πρόσωπο,