Greek Meaning of hypnotic
υπνωτικός
Other Greek words related to υπνωτικός
- ελπιδοφόρος
- Υπνηλία
- υπνωτιστικό
- νυσταγμένος
- υπνηλός
- υπνηλία
- υπνηλίας
- κατευναστικός
- υπνωτικό
- καταπραϋντικός
- αντικαταθλιπτικό
- βαρετός
- κατευναστικός
- χαλαρωτικό
- χαλαρωτικό
- ξεκούραστος
- ηρεμιστικό
- υπνωτικός
- καταπραϋντικό
- ηρεμιστικό
- αναλγητικό
- αναισθητικό
- αναισθητικό
- μουδιαστικό
- νεκρωτικό
- χαλαρωτικό
- υπνωτιστικός
- μουδιαστικό
- κατευναστικός
- κατακάθιση
- καταπληκτικός
Nearest Words of hypnotic
Definitions and Meaning of hypnotic in English
hypnotic (n)
a drug that induces sleep
hypnotic (a)
of or relating to hypnosis
hypnotic (s)
attracting and holding interest as if by a spell
hypnotic (a.)
Having the quality of producing sleep; tending to produce sleep; soporific.
Of or pertaining to hypnotism; in a state of hypnotism; liable to hypnotism; as, a hypnotic condition.
hypnotic (n.)
Any agent that produces, or tends to produce, sleep; an opiate; a soporific; a narcotic.
A person who exhibits the phenomena of, or is subject to, hypnotism.
FAQs About the word hypnotic
υπνωτικός
a drug that induces sleep, of or relating to hypnosis, attracting and holding interest as if by a spellHaving the quality of producing sleep; tending to produce
ελπιδοφόρος,Υπνηλία,υπνωτιστικό,νυσταγμένος,υπνηλός,υπνηλία,υπνηλίας,κατευναστικός,υπνωτικό,καταπραϋντικός
διεγερτικός,ενεργειακός,διεγερτικός,διεγερτικό,διεγερτικό,ξύπνιος,αφύπνιση,ενθαρρυντικός,τονωτικός,αναζωογονητικός
hypnotherapy => υπνοθεραπεία, hypnosis => υπνωτισμός, hypnoscope => υπνοσκόπιο, hypnos => Ὕπνος, hypnophobia => Υπνοφοβία,