FAQs About the word hypnotist

υπνωτιστής

a person who induces hypnosis

Αυτοματισμός,υπνωτισμός,Υπνωτισμός,Αυτούπνωση,Αυτοϋποβολή,γόητρο,μαγεία,Αυτοϋπνωση,Αυτοπροβολή,μαγευτικός

No antonyms found.

hypnotism => υπνωτισμός, hypnotiser => υπνωτιστής, hypnotised => υπνωτισμένος, hypnotise => (υπνωτίζω), hypnotically => υπνωτιστικά,