Greek Meaning of hypnotized
υπνωτισμένος
Other Greek words related to υπνωτισμένος
Nearest Words of hypnotized
Definitions and Meaning of hypnotized in English
hypnotized (s)
having your attention fixated as though by a spell
hypnotized (imp. & p. p.)
of Hypnotize
FAQs About the word hypnotized
υπνωτισμένος
having your attention fixated as though by a spellof Hypnotize
συνειδητός,αρραβωνιασμένος,ενδιαφέρομαι,περιέργως,εμπλεκόμενος,μαγεμένος,απορροφάται,συναγερμός,ζωντανός,απορροφημένος
απών,απρόσεκτος,αφηρημένος,αποσπασμένος,απρόσεκτος,χαμένος,ανυποψίαστος,εστίαση,αδιάφορος ,Ονειροπόλημα ξύπνιοι
hypnotize => υπνωτίζω, hypnotization => Ύπνωση, hypnotist => υπνωτιστής, hypnotism => υπνωτισμός, hypnotiser => υπνωτιστής,