Greek Meaning of daydreaming
Ονειροπόλημα ξύπνιοι
Other Greek words related to Ονειροπόλημα ξύπνιοι
Nearest Words of daydreaming
Definitions and Meaning of daydreaming in English
daydreaming (n)
absentminded dreaming while awake
FAQs About the word daydreaming
Ονειροπόλημα ξύπνιοι
absentminded dreaming while awake
Ονειροπόληση,Μελέτη,έκσταση,στοχασμός,όνειρο,Διαλογισμός,Ονειροπόληση,Ονειροπόληση,ονειροπόληση,αφηρημάδα
συναγερμός,ζωντανός,προσεκτικός, προσεκτική,ενήμερος,συνειδητός,αρραβωνιασμένος,ενσυνείδητος,παρατηρώντας,άγρυπνος,επιφυλακτικός
daydreamer => Ονειροπόλος, daydream => Ονειροπόληση, day-coal => φαιάνθρακας, daycare => Παιδικός σταθμός, day-by-day => μέρα με τη μέρα,