Greek Meaning of anesthetizing
αναισθητικό
Other Greek words related to αναισθητικό
- αναλγητικό
- αναισθητικό
- νεκρωτικό
- μουδιαστικό
- μουδιαστικό
- καταπραϋντικός
- ελπιδοφόρος
- βαρετός
- υπνωτιστικό
- χαλαρωτικό
- κατευναστικός
- κατευναστικός
- χαλαρωτικό
- ξεκούραστος
- ηρεμιστικό
- κατακάθιση
- κατευναστικός
- καταπληκτικός
- καταπραϋντικό
- αντικαταθλιπτικό
- Υπνηλία
- υπνωτικός
- υπνωτιστικός
- χαλαρωτικό
- υπνηλός
- υπνηλία
- υπνηλίας
- υπνωτικό
- ηρεμιστικό
Nearest Words of anesthetizing
Definitions and Meaning of anesthetizing in English
anesthetizing
to subject to anesthesia, to make insensible to pain especially by the use of an anesthetic
FAQs About the word anesthetizing
αναισθητικό
to subject to anesthesia, to make insensible to pain especially by the use of an anesthetic
αναλγητικό,αναισθητικό,νεκρωτικό,μουδιαστικό,μουδιαστικό,καταπραϋντικός,ελπιδοφόρος,βαρετός,υπνωτιστικό,χαλαρωτικό
διεγερτικός,ενεργειακός,διεγερτικό,διεγερτικό,ξύπνιος,αφύπνιση,ενθαρρυντικός,τονωτικός,αναζωογονητικός,αποκαταστατικός
anesthetized => αναισθητοποιημένος, anesthesiologists => Αναισθησιολόγοι, anecdotes => ανέκδοτα, anecdota => ανέκδοτο, and jump => και πηδά,