Greek Meaning of angerless
άθυμος
Other Greek words related to άθυμος
- Αποδεκτός
- Επιδεκτικός
- περιεχόμενο
- Χαρούμενος
- χαρούμενος
- φιλόξενος
- ευχάριστος
- φιλικός
- υπάκουος
- φιλικός
- συμπονετικός
- φιλικός
- προθυμος
- ικανοποιημένος
- συμπαθής
- ανεκτικός
- κατανόηση
- ανενδοίαστος
- Φιλικός
- φιλικός
- Ήρεμος
- εύκολος
- λαμπρός
- καλόκαρδος
- χαρούμενος
- ευγενικός
- Ειρηνικός
- ειρηνικός
- ήρεμος
- ευχάριστος
- Γαλήνιος
- γλυκό
- ήρεμος
- θυμωμένος
- θυμωμένος
- Αποπληκτικός
- βαλλιστικός
- Εκνευρισμένος
- χολερικός
- εξοργισμένος
- αφρώδης
- φουμάρισμα
- θυμωμένος
- πήδημα
- ζεστό
- εξοργισμένος
- Αγανακτισμένος
- φλεγμονώδης
- θυμωμένος
- οργισμένος
- οργισμένος
- Χλωμό
- τρελός
- Εξοργισμένος
- λυσσασμένος
- πονεμένος
- Ατμός
- οργισμένος
- φλεγμονώδης
- βράζω
- καίγοντας
- σταυρός
- τρελός σαν κατσίκα
- εξοργίζω
- παθιασμένος
- ερεθισμένος
- παραλήρημα
- μαινόμενος
- εκνευρισμένος
- Ράιλι
- ταραγμένος
- βράζων
- ευέξαπτος
- θυελλώδης
- Επιλεγμένος
- εκνευρισμένος
- οργή
- θολωμένος
- tee off
- Σφυρηλατημένος (επεξεργασμένος)
- τραχύς
- τριχωτός
- θυμωμένος
- σιγοψημένος
- καπνίζω
- Λαμπερό
Nearest Words of angerless
Definitions and Meaning of angerless in English
angerless
a strong feeling of displeasure and usually of antagonism (see antagonism sense 1b), a strong feeling of displeasure and usually of opposition toward someone or something, to make (someone) angry, a threatening or violent appearance or state, to become angry, to make angry
FAQs About the word angerless
άθυμος
a strong feeling of displeasure and usually of antagonism (see antagonism sense 1b), a strong feeling of displeasure and usually of opposition toward someone or
Αποδεκτός,Επιδεκτικός,περιεχόμενο,Χαρούμενος,χαρούμενος,φιλόξενος,ευχάριστος,φιλικός,υπάκουος,φιλικός
θυμωμένος,θυμωμένος,Αποπληκτικός,βαλλιστικός,Εκνευρισμένος,χολερικός,εξοργισμένος,αφρώδης,φουμάρισμα,θυμωμένος
angels => άγγελοι, anesthetizing => αναισθητικό, anesthetized => αναισθητοποιημένος, anesthesiologists => Αναισθησιολόγοι, anecdotes => ανέκδοτα,