Greek Meaning of ancress

Ερημίτισσα

Other Greek words related to Ερημίτισσα

Definitions and Meaning of ancress in English

ancress

a woman who is an anchorite

FAQs About the word ancress

Ερημίτισσα

a woman who is an anchorite

ηγουμένη,μοναστηριακός,μοναχός,μοναστικός,μοναχός,αρχάριος,καλόγρια,ηγουμένη,θρησκευτικός,Λάτρης

λαϊκός αναγνώστης,Λαϊκός,Άσχετος,αναγνώστης,κοσμικός

anchorwomen => παρουσιάστριες, anchorwoman => Παρουσιάστρια, anchorpersons => Παρουσιαστές ειδήσεων, anchorpeople => Παρουσιαστές ειδήσεων, anchormen => παρουσιαστές ειδήσεων,