Greek Meaning of cleric
κληρικός
Other Greek words related to κληρικός
- ιεροκήρυκας / ιεροκήρυκας
- παπάς
- επίσκοπος
- Θεολόγος
- κληρικός
- κληρικαλικός
- υπάλληλος
- διάκονος
- θείος
- εκκλησιαστικός
- πατέρας
- υπουργός
- Ποιμένας
- ιεράρχης
- σεβαστός
- Κληρικός
- ηγούμενος
- αρχιεπίσκοπος
- αρχιερέας
- Κληρικός
- εξομολόγος
- επιμελείσθαι
- διακόνισσα
- κοσμήτορας
- περιοχής επίσκοπου
- Ευαγγελιστής
- μοναχός
- Άγιος Ιωσήφ
- ζητιάνος
- ιεραπόστολος
- ιεραπόστολος
- μοναστικός
- μοναχός
- αρχιεπίσκοπος
- Παπάς
- ιερέας
- Πάπας
- Πρεσβύτερος
- Ιέρεια
- πρύτανης
- θρησκευτικός
- Αναζωογονητής
- Ποιμένας
- Ιερέας
- ηγούμενος
- Κληρικός
- Ιερέας
Nearest Words of cleric
Definitions and Meaning of cleric in English
cleric (n)
a clergyman or other person in religious orders
cleric (n.)
A clerk, a clergyman.
cleric (a.)
Same as Clerical.
FAQs About the word cleric
κληρικός
a clergyman or other person in religious ordersA clerk, a clergyman., Same as Clerical.
ιεροκήρυκας / ιεροκήρυκας,παπάς,επίσκοπος,Θεολόγος,κληρικός,κληρικαλικός,υπάλληλος,διάκονος,θείος,εκκλησιαστικός
Λαϊκός,Άσχετος,κοσμικός,λαϊκός αναγνώστης,αναγνώστης
clergymen => Κλήρος, clergyman => κληρικός, clergyable => κληρικός, clergy => κλήρος, clergical => κληρικός,