Greek Meaning of raving

μαινόμενος

Other Greek words related to μαινόμενος

Definitions and Meaning of raving in English

Wordnet

raving (n)

declaiming wildly

Wordnet

raving (r)

in a raving manner

Webster

raving (p. pr. & vb. n.)

of Rave

Webster

raving (a.)

Talking irrationally and wildly; as, a raving lunatic.

FAQs About the word raving

μαινόμενος

declaiming wildly, in a raving mannerof Rave, Talking irrationally and wildly; as, a raving lunatic.

θυμωμένος,Αποπληκτικός,βαλλιστικός,εξοργισμένος,αφρώδης,φουμάρισμα,Αγανακτισμένος,θυμωμένος,οργισμένος,Χλωμό

Αποδεκτός,φιλόξενος,ευχάριστος,Επιδεκτικός,Χαρούμενος,φιλικός,χαρούμενος,χαρούμενος,ικανοποιημένος,φιλικός

ravine => Φαράγγι, ravin => Ράβιν, ravigotte => Σάλτσα Ραβιγκότ, ravigote => Ραγού, ravi shankar => Ραβί Σανκάρ,