Greek Meaning of ravishing

σαγηνευτικός

Other Greek words related to σαγηνευτικός

Definitions and Meaning of ravishing in English

Wordnet

ravishing (s)

stunningly beautiful

Webster

ravishing (p. pr. & vb. n.)

of Ravish

Webster

ravishing (a.)

Rapturous; transporting.

FAQs About the word ravishing

σαγηνευτικός

stunningly beautifulof Ravish, Rapturous; transporting.

ελκυστικός,όμορφος,γοητευτικός,χαριτωμένος,Όμορφος,όμορφος,όμορφος,όμορφος,εκπληκτικός,αισθητικός

αποτρόπαιος,αποτρόπαιος,κακός,δυσάρεστος,φοβερός,τρομερός,φρικτός,γκροτέσκο,αποτρόπαιος,οικιακός

ravished => αρπαγμένος, ravioli => Ραβιόλια, ravingly => μανιωδώς, raving mad => μαινόμενος σαν τρελός, raving => μαινόμενος,