Greek Meaning of prettyish
ωραίος
Other Greek words related to ωραίος
- επιθυμητός
- πονηρός
- νόστιμο
- εφηβική
- τέλειο
- φιλικός
- ευχάριστος
- Παρουσιάσιμος
- γοητευτικός
- ελκυστικός
- συναρπαστικός
- γοητευτικός
- χαριτωμένος
- λεπτός
- απολαυστικό
- Όμορφος
- κομψός
- εξαίσιος
- συναρπαστικός
- εντυπωσιακός
- χτυπητός
- άψογος
- ένδοξος
- γυαλιστερός
- ζεστό
- γκόμενος
- υπέροχος
- Όμορφη
- λαμπερός
- λαμπρός
- επιδεικτικός
- ολισθηρός
- στυλάτος
- πιτσιλίσματος
- υπέροχος
- Επιβλητικός
- εντυπωσιακός
- υψηλός
- θαυμάσιος
- νόστιμος
- Κουτί με σοκολάτες
- κούκλα
- μυώδης
- πονηρός
- Συμμετοχικός
- εντυπωσιακός
- λαμπερός
- λαμπερός
- μεγαλοπρεπής
- φωτογενής
- ελκυστικός
- συναρπαστικός
- Τηλεοπτικός
- σπινθηροβόλος
- αποτρόπαιος
- κακός
- δυσάρεστος
- φοβερός
- τρομερός
- φρικτός
- γκροτέσκο
- αποτρόπαιος
- οικιακός
- φρικτός
- αποκρουστικός
- βρώμικο
- αξιόμεμπτος
- προσβλητικό
- απλός
- αποκρουστικός
- απωθητικός
- αποκρουστικός
- συγκλονιστικό
- φοβερός
- μη ελκυστικός
- Αδιάφορος (adiáforos)
- Δυσάρεστος
- άσχημος
- αποτρόπαιος
- φάουλ
- δυσμενής
- ναυτία
- απωθητικό
- απωθητικό
- αποκρουστικός
- αντιαισθητικός
- δυσάρεστος
- ανορεκτικός
- άσχημος
- άσχημος
- δυσάρεστος
- αφανής
- φαύλος
- άσχημος
- άσχημος
- κομψός
- ξεπερασμένος
- άπρεπος
- λιτός
- άμορφος
Nearest Words of prettyish
- prevail (on or upon) => επικρατώ (πάνω ή επί)
- prevail (over) => επικρατώ
- prevail (upon) => επικρατώ (σε)
- prevailed => επικράτησε
- prevailed (on or upon) => επικράτησε (επί ή επί)
- prevailed (over) => επικράτησε (πάνω από)
- prevailed (upon) => επικρατούσε (σε)
- prevailing (on or upon) => επικρατούσα (επί ή επί)
- prevailing (over) => κυρίαρχος
- prevailing (upon) => επικρατών (σε)
Definitions and Meaning of prettyish in English
prettyish
stout, appearing or sounding pleasant or nice but lacking strength, force, manliness, purpose, or intensity, mainly, largely, dainty clothes, having conventionally accepted elements of beauty, in a gracefully pleasing manner, lingerie, pat, apt, easy to enjoy, in some degree, pleasing by delicacy or grace, artful, clever, miserable, terrible, to make pretty, moderately large, quite, mainly, a pretty person or thing, delicately or gracefully attractive to the eye or ear
FAQs About the word prettyish
ωραίος
stout, appearing or sounding pleasant or nice but lacking strength, force, manliness, purpose, or intensity, mainly, largely, dainty clothes, having conventiona
επιθυμητός,πονηρός,νόστιμο,εφηβική,τέλειο,φιλικός,ευχάριστος,Παρουσιάσιμος,γοητευτικός,ελκυστικός
αποτρόπαιος,κακός,δυσάρεστος,φοβερός,τρομερός,φρικτός,γκροτέσκο,αποτρόπαιος,οικιακός,φρικτός
prettying (up) => στολισμός, pretty boy => όμορφο αγόρι, pretty (up) => όμορφο (πάνω), pretties => οι πιο όμορφες, prettied (up) => ωραιότερο (πάνω),