Greek Meaning of prepossessing

ελκυστικός

Other Greek words related to ελκυστικός

Definitions and Meaning of prepossessing in English

Wordnet

prepossessing (s)

creating a favorable impression

FAQs About the word prepossessing

ελκυστικός

creating a favorable impression

γοητευτικός,ελκυστικός,ελκυστικός,γοητευτικός,απολαυστικό,λαμπερός,ευχάριστος,διακοσμώντας,όμορφος,όμορφος

Λειτουργικός,ωφελιμιστικός

prepossess => προκαταλαμβάνω, prepositionally => Προθετικά, prepositional phrase => Προθετική φράση, prepositional object => Αντικείμενο πρόθεσης, prepositional => προθετικός,