FAQs About the word adorning

διακοσμώντας

of Adorn

διακοσμητικός,διακοσμητικός,όμορφος,Εξώραϊση,γοητευτικός,καλλυντικά,στολισμός,Όμορφος,όμορφος,γοητευτικός

Λειτουργικός,ωφελιμιστικός

adorner => Στόλισμα, adorned => στολισμένος, adornation => στολίδι, adorn => στολίζω, adoringly => λατρευτικά,