Greek Meaning of adoringly

λατρευτικά

Other Greek words related to λατρευτικά

Definitions and Meaning of adoringly in English

Wordnet

adoringly (r)

with adoration

Webster

adoringly (adv.)

With adoration.

FAQs About the word adoringly

λατρευτικά

with adorationWith adoration.

αγάπη,κρατώ τη δάδα (για),εκτιμώ,ερωτεύομαι,Λατρεία,λατρεύω,αγιοποιώ,κρατώ έναν πυρσό (για),θεοποιώ,ευχαριστηθείτε (με)

καταφρονώ,εχθρεύω,αποδοκιμάζει (κάτι),Αντιπάθεια,δυσαρέστηση,δυσμένεια,αηδία,καταριέμαι,απωθώ,απωθώ

adoring => λατρεύω, adorer => θαυμαστής, adorement => λατρεία, adored => λατρεμένος, adore => λατρεύω,