Greek Meaning of dote (on)
χαϊδεύω (κάποιον)
Other Greek words related to χαϊδεύω (κάποιον)
Nearest Words of dote (on)
Definitions and Meaning of dote (on) in English
dote (on)
to give a lot of love or attention to (someone or something)
FAQs About the word dote (on)
χαϊδεύω (κάποιον)
to give a lot of love or attention to (someone or something)
λατρεύω,σαν,Λατρεία,λατρεύω,εκτιμώ,αγιοποιώ,εκτιμώ,θεοποιώ,Ηρωολατρεία,λατρεύω
καταφρονώ,Περιφρόνηση,Αντιπάθεια,υποτιμώ,μειώνω,βάλω κάτω,απαξιώνω,καταφρονεί
dotards => Λαλίστατοι, dossing (down) => άστεγος (κάτω), doss-houses => ξενώνες, doss-house => νυχτερινό άσυλο, dosses => κοιμάται σε υπνωτήρια,