Greek Meaning of adoring
λατρεύω
Other Greek words related to λατρεύω
- στοργικός
- αγαπώντας
- αφοσιωμένος
- οπαδός
- παθιασμένος
- ζεστός
- ερωτικός
- ερωτευμένος
- φλογερός
- φροντιστικός
- συμπονετικός
- προσεκτικός
- φιλικός
- στοργικός
- ερωτευμένος
- πατρικός
- φλογερό
- συγχωρητικός
- φιλικός
- ανθρώπινος
- παθιασμένος
- ευγενικός
- μητρικός
- Ρομαντικός
- Συναισθηματικός
- τρυφερό
- Τρυφερός
- κατανόηση
- Θερμόκαρδος
- απόμακρος
- αντικοινωνικός
- κουλ
- αποσπασμένος
- Απογοητευμένος
- μακρινό
- ξηρός
- παγωμένος
- αδιάφορος
- απόμακρος
- άσπλαχνος
- απομακρυσμένος
- κρατημένος
- απόμακρος-η-ο
- άκαμπτος
- αδιάφορος
- Ανεπηρέαστος
- αναίσθητος
- ανασυγκρότηση
- χωρίς αγάπη
- σκληρόκαρδος
- κρύος
- Ψυχρός στα μάτια
- κρύο
- Σκληρόκαρδος
- άκαρδος
- αδίστακτος
- Άψυχος
- ανεπιθύμητος
- ψυχρός
- σκληρόβραστος
- αρομαντικός
- ασυναισθητος
Nearest Words of adoring
Definitions and Meaning of adoring in English
adoring (s)
showing adoration
extravagantly or foolishly loving and indulgent
FAQs About the word adoring
λατρεύω
showing adoration, extravagantly or foolishly loving and indulgent
στοργικός,αγαπώντας,αφοσιωμένος,οπαδός,παθιασμένος,ζεστός,ερωτικός,ερωτευμένος,φλογερός,φροντιστικός
απόμακρος,αντικοινωνικός,κουλ,αποσπασμένος,Απογοητευμένος,μακρινό,ξηρός,παγωμένος,αδιάφορος,απόμακρος
adorer => θαυμαστής, adorement => λατρεία, adored => λατρεμένος, adore => λατρεύω, adoration => λατρεία,