Greek Meaning of delight (in)

ευχαριστηθείτε (με)

Other Greek words related to ευχαριστηθείτε (με)

Definitions and Meaning of delight (in) in English

delight (in)

to be very happy because of (something)

FAQs About the word delight (in)

ευχαριστηθείτε (με)

to be very happy because of (something)

απολαμβάνω,σαν,αγάπη,χαίρομαι (για),απολαμβάνω (κάτι),λατρεύω,φανταχτερός,λαμβάνω ένα τέλος από,απολαμβάνω,κατεβαίνω (ανεβαίνω)

Αντιπάθεια,καταδικάζω,καταφρονώ,περιφρόνηση

deliberations => συζητήσεις, deliberates => σκέφτεται, Delhi belly => Διάρροια του ταξιδιώτη, deletions => διαγραφές, deletes => διαγράφει,