Greek Meaning of take to
([teɪk tu:]) συνηθίζω
Other Greek words related to ([teɪk tu:]) συνηθίζω
- απολαμβάνω
- κατεβαίνω (ανεβαίνω)
- σαν
- αγάπη
- εκτιμώ
- ευχαριστηθείτε (με)
- φανταχτερός
- λαμβάνω ένα τέλος από
- απολαμβάνω
- πηγαίνω σε
- groove on
- Έχω μια αδυναμία για κάποιον
- χαίρομαι (για)
- λιχουδιά
- απολαμβάνω (κάτι)
- απολαμβάνω
- απολαμβάνω
- θαυμάζω
- λατρεύω
- να έχω ιδιαίτερη προτίμηση για κάτι
- εκτιμώ
- βαμβάκι (σε)
- σκάβω
- χαϊδεύω (κάποιον)
- πίνω (όλο)
- τρώω
- γιορτάζω (με κάτι)
- επιδίδομαι σε
- προτιμώ
- βραβείο
- σέβομαι
- θησαυρός
- Αξία
- τιμάω
- Λατρεία
Nearest Words of take to
- take time off => Άδεια
- take time by the forelock => αρπάζω την ευκαιρία
- take the veil => Φοράω το πέπλο
- take the stand => καταθέτω
- take the stage => Ανέβα στη σκηνή
- take the road => Πάρτε το δρόμο
- take the floor => παίρνω το λόγο
- take the fifth amendment => Επικαλούμαι την πέμπτη τροπολογία
- take the fifth => Επικαλείσθαι την πέμπτη τροπολογία
- take the field => βγαίνω στον αγωνιστικό χώρο
Definitions and Meaning of take to in English
take to (v)
have a fancy or particular liking or desire for
develop a habit; apply oneself to a practice or occupation
FAQs About the word take to
([teɪk tu:]) συνηθίζω
have a fancy or particular liking or desire for, develop a habit; apply oneself to a practice or occupation
απολαμβάνω,κατεβαίνω (ανεβαίνω),σαν,αγάπη,εκτιμώ,ευχαριστηθείτε (με),φανταχτερός,λαμβάνω ένα τέλος από,απολαμβάνω,πηγαίνω σε
Αντιπάθεια,καταδικάζω,καταφρονώ,περιφρόνηση
take time off => Άδεια, take time by the forelock => αρπάζω την ευκαιρία, take the veil => Φοράω το πέπλο, take the stand => καταθέτω, take the stage => Ανέβα στη σκηνή,