Greek Meaning of get off (on)
κατεβαίνω (ανεβαίνω)
Other Greek words related to κατεβαίνω (ανεβαίνω)
- απολαμβάνω
- σαν
- αγάπη
- ([teɪk tu:]) συνηθίζω
- λατρεύω
- ευχαριστηθείτε (με)
- φανταχτερός
- λαμβάνω ένα τέλος από
- απολαμβάνω
- πηγαίνω σε
- groove on
- Έχω μια αδυναμία για κάποιον
- χαίρομαι (για)
- λιχουδιά
- απολαμβάνω (κάτι)
- απολαμβάνω
- απολαμβάνω
- θαυμάζω
- εκτιμώ
- να έχω ιδιαίτερη προτίμηση για κάτι
- εκτιμώ
- βαμβάκι (σε)
- σκάβω
- χαϊδεύω (κάποιον)
- πίνω (όλο)
- τρώω
- γιορτάζω (με κάτι)
- επιδίδομαι σε
- προτιμώ
- βραβείο
- σέβομαι
- θησαυρός
- Αξία
- τιμάω
- Λατρεία
Nearest Words of get off (on)
- get in touch with => επικοινωνώ με
- get even (for) => παίρνω εκδίκηση (για)
- get down (to) => καταπιάνομαι (με)
- get back (at) => παίρνω πίσω (από)
- get around (to) => φτάσω σε
- get after => πηγαίνω μετά
- get a move on => Γρήγορα τώρα
- get a load of => πάρτε ένα φορτίο
- get a kick out of => απολαμβάνω
- get a charge out of => λαμβάνω ένα τέλος από
- get on (to) => ανεβαινω (σε)
- get on one's nerves => Ενοχλώ κάποιον
- get one's act together => Μάζεψε τα
- get one's goat => ενοχλώ κάποιον
- get round => παρακάμπτω
- get round (to) => φτάνω (σε)
- get somewhere => φτάσω κάπου
- get the hang of => Αποκτώ γνώση
- get there => να φτάσω εκεί
- get through (to) => μπορώ να φτάσω σε
Definitions and Meaning of get off (on) in English
get off (on)
to enjoy or be excited by (something) especially in a sexual way
FAQs About the word get off (on)
κατεβαίνω (ανεβαίνω)
to enjoy or be excited by (something) especially in a sexual way
απολαμβάνω,σαν,αγάπη,([teɪk tu:]) συνηθίζω,λατρεύω,ευχαριστηθείτε (με),φανταχτερός,λαμβάνω ένα τέλος από,απολαμβάνω,πηγαίνω σε
Αντιπάθεια,καταδικάζω,καταφρονώ,περιφρόνηση
get in touch with => επικοινωνώ με, get even (for) => παίρνω εκδίκηση (για), get down (to) => καταπιάνομαι (με), get back (at) => παίρνω πίσω (από), get around (to) => φτάσω σε,