Greek Meaning of cosmetic
καλλυντικά
Other Greek words related to καλλυντικά
Nearest Words of cosmetic
- cosmetic dentistry => Αισθητική οδοντιατρική
- cosmetic surgeon => Πλαστικός χειρουργός
- cosmetic surgery => Πλαστική χειρουργική
- cosmetically => καλλυντικά
- cosmetician => αισθητικός
- cosmetologist => αισθητικός
- cosmetology => Κοσμητολογία
- cosmic => Κοσμικό
- cosmic background radiation => Κοσμική ακτινοβολία υποβάθρου
- cosmic dust => κοσμική σκόνη
Definitions and Meaning of cosmetic in English
cosmetic (n)
a toiletry designed to beautify the body
cosmetic (s)
serving an esthetic rather than a useful purpose
serving an aesthetic purpose in beautifying the body
FAQs About the word cosmetic
καλλυντικά
a toiletry designed to beautify the body, serving an esthetic rather than a useful purpose, serving an aesthetic purpose in beautifying the body
διακοσμητικός,διακοσμητικός,διακοσμώντας,όμορφος,Εξώραϊση,γοητευτικός,Όμορφος,όμορφος,γοητευτικός,ελκυστικός
Λειτουργικός,ωφελιμιστικός
cosmea => κόσμος, cosiness => φιλόξενο, cosine => συνημίτονο, cosimo the elder => Κόζιμο ο Πρεσβύτερος, cosimo de medici => Κόζιμο ντε' Μέντιτσι,