Greek Meaning of cosmetic dentistry
Αισθητική οδοντιατρική
Other Greek words related to Αισθητική οδοντιατρική
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of cosmetic dentistry
- cosmetic surgeon => Πλαστικός χειρουργός
- cosmetic surgery => Πλαστική χειρουργική
- cosmetically => καλλυντικά
- cosmetician => αισθητικός
- cosmetologist => αισθητικός
- cosmetology => Κοσμητολογία
- cosmic => Κοσμικό
- cosmic background radiation => Κοσμική ακτινοβολία υποβάθρου
- cosmic dust => κοσμική σκόνη
- cosmic microwave background => Κοσμική ακτινοβολία μικροκυμάτων υποβάθρου
Definitions and Meaning of cosmetic dentistry in English
cosmetic dentistry (n)
the branch of dentistry dealing with the appearance of the teeth
FAQs About the word cosmetic dentistry
Αισθητική οδοντιατρική
the branch of dentistry dealing with the appearance of the teeth
No synonyms found.
No antonyms found.
cosmetic => καλλυντικά, cosmea => κόσμος, cosiness => φιλόξενο, cosine => συνημίτονο, cosimo the elder => Κόζιμο ο Πρεσβύτερος,