Greek Meaning of prevailed (upon)
επικρατούσε (σε)
Other Greek words related to επικρατούσε (σε)
- ικετεύω
- πεπεισμένος
- ενθάρρυνε
- παρότρυνε
- ικέτευσε
- επαγόμενος
- πεπεισμένος
- προτεινόμενος
- προτεινόμενο
- προτινόμενος
- talked (into) - μίλησα (στην)
- πρότρεψε
- γνωστός
- ενημέρωσε
- προπονημένος
- εξοικειωμένος
- γεμάτος
- ενημερωμένος
- εκπαιδευμένος
- διέκοψε
- δίδαξε
- έγινε σοφός
- επικαλέστηκε
- νουθετώ
- ειδοποιημένος
- ενημερώθηκε
- προειδοποίησε
- πληροφορημένος (αναφορικά με κάτι)
- συμβούλεψε
- Σκηνοθετημένο
- προειδοποιημένος
- καθοδηγούμενος
- οδήγησε
- με καθοδήγηση
- πιλοταρισμένο
- βοσκός
- έδειξε
- είπε
- διδαγμένος
- προειδοποίησε
Nearest Words of prevailed (upon)
- prevailed (over) => επικράτησε (πάνω από)
- prevailed (on or upon) => επικράτησε (επί ή επί)
- prevailed => επικράτησε
- prevail (upon) => επικρατώ (σε)
- prevail (over) => επικρατώ
- prevail (on or upon) => επικρατώ (πάνω ή επί)
- prettyish => ωραίος
- prettying (up) => στολισμός
- pretty boy => όμορφο αγόρι
- pretty (up) => όμορφο (πάνω)
- prevailing (on or upon) => επικρατούσα (επί ή επί)
- prevailing (over) => κυρίαρχος
- prevailing (upon) => επικρατών (σε)
- prevaricated => ψεύδεσθαι
- prevaricating => αμφιλεγόμενος
- prevarications => παρεξηγήσεις
- preventability => προληπτικότητα
- prevented => εμπόδισε
- preventible => προληπτικός
- preventing => προληπτικός
Definitions and Meaning of prevailed (upon) in English
prevailed (upon)
No definition found for this word.
FAQs About the word prevailed (upon)
επικρατούσε (σε)
ικετεύω,πεπεισμένος,ενθάρρυνε,παρότρυνε,ικέτευσε,επαγόμενος,πεπεισμένος,προτεινόμενος,προτεινόμενο,προτινόμενος
No antonyms found.
prevailed (over) => επικράτησε (πάνω από), prevailed (on or upon) => επικράτησε (επί ή επί), prevailed => επικράτησε, prevail (upon) => επικρατώ (σε), prevail (over) => επικρατώ,