Greek Meaning of prevaricated
ψεύδεσθαι
Other Greek words related to ψεύδεσθαι
- ψέμα
- εξαπατημένη
- ψεύτηκε
- Γοητευμένος
- ξεγελώ
- δυσφημισμένος
- παραπλανημένος
- προσποιημένος
- Διαστρεβλωμένο
- Εξαπατημένος
- αμφίβολος
- επινοημένος
- παραποιημένα
- εξαπατημένος
- αποκήρυξε
- ορκίστηκε
- πλαστογραφημένος
- εξαπατημένος
- εξαπατημένος
- Ξεγελάω
- αστειεύομαι
- δυσφήμισε
- Δυσφημήθηκε
- παραπληροφορημένος
- παραπλάνησε
- αναφέρθηκε εσφαλμένα
- παραποιημένος
- εσφαλμένα διατυπωμένο
- επίορκος
- συκοφαντημένος
- χιονισμένος
- πήρε μέσα
- μεταφρασμένο
- Αυταπατώμενος
Nearest Words of prevaricated
- prevailing (upon) => επικρατών (σε)
- prevailing (over) => κυρίαρχος
- prevailing (on or upon) => επικρατούσα (επί ή επί)
- prevailed (upon) => επικρατούσε (σε)
- prevailed (over) => επικράτησε (πάνω από)
- prevailed (on or upon) => επικράτησε (επί ή επί)
- prevailed => επικράτησε
- prevail (upon) => επικρατώ (σε)
- prevail (over) => επικρατώ
- prevail (on or upon) => επικρατώ (πάνω ή επί)
Definitions and Meaning of prevaricated in English
prevaricated
to deviate from the truth, lie entry 3 sense 1
FAQs About the word prevaricated
ψεύδεσθαι
to deviate from the truth, lie entry 3 sense 1
ψέμα,εξαπατημένη,ψεύτηκε,Γοητευμένος,ξεγελώ,δυσφημισμένος,παραπλανημένος,προσποιημένος,Διαστρεβλωμένο,Εξαπατημένος
διεβεβαίωσε,κατέθεσε,επιβεβαιωμένο,ορκίστηκε,επαληθευμένο,ελεγμένο ως γνήσιο,τεκμηριωμένος,επικυρωμένος
prevailing (upon) => επικρατών (σε), prevailing (over) => κυρίαρχος, prevailing (on or upon) => επικρατούσα (επί ή επί), prevailed (upon) => επικρατούσε (σε), prevailed (over) => επικράτησε (πάνω από),