Greek Meaning of forswore

ορκίστηκε

Other Greek words related to ορκίστηκε

Definitions and Meaning of forswore in English

Webster

forswore (imp.)

of Forswear

Webster

forswore ()

imp. of Forswear.

FAQs About the word forswore

ορκίστηκε

of Forswear, imp. of Forswear.

παραιτήθηκε,Καταργηθέν,εγκαταλελειμμένος,απαράβατος,αρνηθεί,ανακάλεσε,αποποιημένο,ανασυρόμενη,αποσύρθηκε,αθέτησε

αναγνωρισμένος,παραδεκτός,επιβεβαιωμένος,διεβεβαίωσε,διεκδίκησε,Δηλωθεί,συντηρημένο,διακήρυξε,επαγγελματικός,δηλωμένο

forswonk => εξαντλημένος, forswearing => ψευδορκία, forswearer => επίορκος, forswear => απαρνιέμαι, forswat => καταναλώνει το υπόλοιπο στοιχείο,