Greek Meaning of forsworn
επίορκος
Other Greek words related to επίορκος
- παραιτήθηκε
- Καταργηθέν
- εγκαταλελειμμένος
- απαράβατος
- αρνηθεί
- ανακάλεσε
- αποποιημένο
- ανασυρόμενη
- αποσυρμένος
- αθέτησε
- αποσύρθηκε
- άρνηση
- μπουλονάρω
- απαγορεύεται
- απαρνήθηκε
- αποκήρυξε
- αποκηρυγμένος
- διαψευσμένος
- αμφισβητούμενο
- εγκαταλελειμμένος
- αρνήθηκε
- διαψεύστηκε
- διαψεύστηκε
- παραιτήθηκε
- ακυρώθηκε
- περιφρονημένος
- ανείπωτο
- υποχώρησε
- αποσύρθηκε
- Αντιφατικός
- αμφιλεγόμενος
- διαφώνησε (με)
- εγκατέλειψε
- αρνημένο
- Ανακάλεσε
- παραδόθηκε
- αναγνωρισμένος
- παραδεκτός
- επιβεβαιωμένος
- διεβεβαίωσε
- διεκδίκησε
- επιβεβαιωμένο
- Δηλωθεί
- συντηρημένο
- διακήρυξε
- επαγγελματικός
- δηλωμένο
- υποστηριζόμενος
- τηρούσε (σε)
- αμφισβητούμενο
- αποδεκτό
- υιοθετημένος
- ομολογημένος
- με την υποστήριξη
- υπερασπίστηκε
- αγκαλιάστηκε
- ενέκρινε
- εγκεκριμένος
- διατήρησε
- εγγυημένη
- ορκίστηκε
- αρραβωνιασμένος
Nearest Words of forsworn
- forswornness => επιορκία
- forsythia => Φορσύθια
- fort => οχυρό
- fort george g. meade => Φορτ Τζορτζ Γ. Μιντ
- fort george gordon meade => Οχυρό Τζορτζ Γκόρντον Μιντ
- fort lauderdale => Fort Lauderdale
- fort meade => Φορτ Μιντ
- fort myers => Φορτ Μάιερς
- fort smith => Φορτ Σμιθ
- fort ticonderoga => Φρούριο Τίκόντερόγκα
Definitions and Meaning of forsworn in English
forsworn (p. p.)
of Forswear
forsworn ()
p. p. of Forswear.
FAQs About the word forsworn
επίορκος
of Forswear, p. p. of Forswear.
παραιτήθηκε,Καταργηθέν,εγκαταλελειμμένος,απαράβατος,αρνηθεί,ανακάλεσε,αποποιημένο,ανασυρόμενη,αποσυρμένος,αθέτησε
αναγνωρισμένος,παραδεκτός,επιβεβαιωμένος,διεβεβαίωσε,διεκδίκησε,επιβεβαιωμένο,Δηλωθεί,συντηρημένο,διακήρυξε,επαγγελματικός
forswore => ορκίστηκε, forswonk => εξαντλημένος, forswearing => ψευδορκία, forswearer => επίορκος, forswear => απαρνιέμαι,