Greek Meaning of given up
εγκατέλειψε
Other Greek words related to εγκατέλειψε
- βήχας
- παραδίδονται
- Κατέθεσε
- παραιτήθηκε
- αποδομένο
- παραδοθεί
- αναποδογυρισμένος
- εγκαταλελειμμένος
- παραχωρηθεί
- παραδόθηκε
- παραιτημένος
- αποθήκη
- παραδόθηκε
- ενέδωσε
- άρνηση
- αφοσιωμένος
- ανατεθειμένος
- έρημος
- απορριφθεί
- ανατέθηκε
- δήμευσε
- εγκαταλελειμμένος
- Εμπιστευμένο
- χωρίστηκε με (κάποιον)
- κυκλοφόρησε
- παραιτήθηκε
- μεταφερμένο
- παραιτημένος
Nearest Words of given up
- given rise to => έχει δώσει αφορμή για
- given names => Ονόματα
- given in (to) => δοσμένο στο (στον, στην)
- given birth to => γεννηθεί
- giveback => δώρο
- giveaways => δώρα
- give way (to) => Δίνω προτεραιότητα σε (κάποιον)
- give up the ghost => παραδίδω το πνεύμα μου (paradido to pneuma mou)
- give up (to) => εγκαταλείπω (σε)
- give the third degree to => τον ανακρίνω εξονυχιστικά
Definitions and Meaning of given up in English
given up
to cease to live or function, to abandon (oneself) to a feeling, influence, or activity, to allow (a hit or run in baseball) while pitching, to devote to a particular purpose or use, stop entry 1 sense 7a, to cease doing or attempting something especially as an admission of defeat, to abandon (oneself) to a particular feeling, influence, or activity, surrender entry 1 sense 1, to yield control or possession of, to desist from, to declare incurable or insoluble, to despair of seeing
FAQs About the word given up
εγκατέλειψε
to cease to live or function, to abandon (oneself) to a feeling, influence, or activity, to allow (a hit or run in baseball) while pitching, to devote to a part
βήχας,παραδίδονται,Κατέθεσε,παραιτήθηκε,αποδομένο,παραδοθεί,αναποδογυρισμένος,εγκαταλελειμμένος,παραχωρηθεί,παραδόθηκε
κράτησε,Διατηρημένα,κατεχόμενος
given rise to => έχει δώσει αφορμή για, given names => Ονόματα, given in (to) => δοσμένο στο (στον, στην), given birth to => γεννηθεί, giveback => δώρο,