Greek Meaning of yielded

ενέδωσε

Other Greek words related to ενέδωσε

Definitions and Meaning of yielded in English

Webster

yielded (imp. & p. p.)

of Yield

FAQs About the word yielded

ενέδωσε

of Yield

υποβληθεί,υπέκυψε,καμπύλος,υποχωρώ,παραδόθηκε,συμφωνώ (με),υπέκυψε (κάτω από),προσαρμοσμένο (σε),κατέρρευσε (προς τα μέσα),παραδέχθηκε (σε)

αντιμέτωπος,αντιμετωπίζω,αντιμέτωπος,πολέμησε,συνάντησε,αντιρρησίες,αντίθετο,αντιστάθηκε,πολέμησε,επιλεγμένο

yieldance => απόδοση, yieldable => παραχωρητικός, yield up => παραδίδω, yield => απόδοση, yiddisher => Γίντις,