Greek Meaning of catered (to)

προσαρμοσμένο (σε)

Other Greek words related to προσαρμοσμένο (σε)

Definitions and Meaning of catered (to) in English

catered (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word catered (to)

προσαρμοσμένο (σε)

Χαρούμενος,ευγνώμων,χιουμοριστικός,αφοσιωμένος,χαρούμενος,ικανοποιημένος,κακομαθημένος,ηλιοθεραπεία,καλομαθημένο,επιδόθηκε σε πολυτέλεια

επιλεγμένο,περιορισμένος,ανασταλμένος,συγκρατημένος,πνιγηρός,χαλιναγωγημένος,συγκρατημένος

catercornered => διαγώνια, cater (to) => ικανοποιώ, catenations => συνδέσεις, catenates => συνδέει, catenas => αλυσίδες,