Greek Meaning of luxuriated
επιδόθηκε σε πολυτέλεια
Other Greek words related to επιδόθηκε σε πολυτέλεια
Nearest Words of luxuriated
Definitions and Meaning of luxuriated in English
luxuriated (imp. & p. p.)
of Luxuriate
FAQs About the word luxuriated
επιδόθηκε σε πολυτέλεια
of Luxuriate
ηλιοθεραπεία,απόλαυσε,γλεντούσε,προσαρμοσμένο (σε),Χαρούμενος,ευγνώμων,χιουμοριστικός,αφοσιωμένος,Κακομαθημένος,κακομαθημένος
επιλεγμένο,περιορισμένος,ανασταλμένος,συγκρατημένος,πνιγηρός,χαλιναγωγημένος,συγκρατημένος
luxuriate => Απολαύω, luxuriantly => πολυτελώς, luxuriant => πολυτελής, luxuriancy => Πολυτέλεια, luxuriance => πολυτέλεια,