Greek Meaning of luxive
πολυτελές
Other Greek words related to πολυτελές
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of luxive
- luxemburger => Λουξεμβουργικό
- luxemburg => Λουξεμβούργο
- luxembourg-ville => Πόλη του Λουξεμβούργου
- luxembourgian => Λουξεμβουργιανός
- luxembourger => Λουξεμβούργιος
- luxembourg franc => Λουξεμβουργιανό φράγκο
- luxembourg city => Λουξεμβούργο
- luxembourg => Λουξεμβούργο
- luxe => Πολυτελής
- luxation => εξάρθρημα
Definitions and Meaning of luxive in English
luxive (a.)
Given to luxury; voluptuous.
FAQs About the word luxive
πολυτελές
Given to luxury; voluptuous.
No synonyms found.
No antonyms found.
luxemburger => Λουξεμβουργικό, luxemburg => Λουξεμβούργο, luxembourg-ville => Πόλη του Λουξεμβούργου, luxembourgian => Λουξεμβουργιανός, luxembourger => Λουξεμβούργιος,