Greek Meaning of wallowed
κυλίστηκε
Other Greek words related to κυλίστηκε
Nearest Words of wallowed
Definitions and Meaning of wallowed in English
wallowed (imp. & p. p.)
of Wallow
FAQs About the word wallowed
κυλίστηκε
of Wallow
ηλιοθεραπεία,αφοσιωμένος,απόλαυσε,γλεντούσε,εγκαταλελειμμένος,ευχαρίστηκα,σέρθηκε,πέρπατησε με τα τέσσερα,επιδόθηκε σε πολυτέλεια,απολάμβανε
απέχεται (από),επιλεγμένο,απέφυγε,απέφυγε,απείχε (από),συγκρατημένος,αρνηθεί,εγκατέλειψε,παραιτήθηκε,ανασταλμένος
wallow => κυλιέμαι, walloping => εκκωφαντικός, walloper => walloper, walloped => χτύπησε, wallop => Ράπισμα,