FAQs About the word forewent

εγκατέλειψε

to give up the enjoyment or advantage of, to go before, forsake

προηγούμαι,προχρονολογημένος,προηγούμαι,προηγούμενος,προϋπάρχων

ακολούθησε,επέτυχε,μετεγγραμμένο

forevers => για πάντα, foreverness => αιωνιότητα, forethoughts => Πρόβλεψη, forethoughtfulness => προνοητικότητα, foretellers => προφήτες,