FAQs About the word preceded

προηγούμαι

to surpass in rank, dignity, or importance, to be, go, or come ahead or in front of, to cause to be preceded, to be, go, or come before (as in rank, position, o

προηγούμαι,προχρονολογημένος,προηγούμενος,εγκατέλειψε,προϋπάρχων

ακολούθησε,επέτυχε,μετεγγραμμένο

pre-arrangements => προπαρασκευές, prearrangements => Προκαταρκτικές διευθετήσεις, preambles => προοίμια, preadolescences => Προεφηβεία, preadolescence => Προεφηβεία,