Greek Meaning of forfending

αποτρεπτικός

Other Greek words related to αποτρεπτικός

Definitions and Meaning of forfending in English

forfending

protect, preserve, forbid, to ward off

FAQs About the word forfending

αποτρεπτικός

protect, preserve, forbid, to ward off

υπερασπίζοντας,φρούρηση,προστατευτικός,προστασία,θωράκιση,Οχυρωματικό έργο,Ξιφασκία,υπερασπίζοντας,φύλαξη,προληπτικός

εφορμώντας,επιτιθέμενος,επιτιθέμενος,επίμονος,Πολιορκώντας,υπερθέτω,θυελλώδης,υποβάλλει,υποχωρητικός,υποχωρώντας

forfended => προσβεβλημένος, forfeitures => κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων, forfeits => χάνει, forewords => πρόλογοι, forewent => εγκατέλειψε,