Greek Meaning of protecting

προστατευτικός

Other Greek words related to προστατευτικός

Definitions and Meaning of protecting in English

Wordnet

protecting (s)

shielding (or designed to shield) against harm or discomfort

FAQs About the word protecting

προστατευτικός

shielding (or designed to shield) against harm or discomfort

φρούρηση,προστασία,θωράκιση,υπερασπίστηκε,Φρουρούμενος,προστατευμένο,ασφαλής,ασφαλής,προστατευμένος,καταφύγιο

επικίνδυνο,επικίνδυνος,Ανασφαλής,Επικίνδυνο,απειλητικός,Επικίνδυνος,απειλητικός,επικίνδυνος,Ασυνόδευτος,ευάλωτος

protected => προστατευμένο, protect => προστατεύω, protease inhibitor => Αναστολέας πρωτεάσης, protease => Πρωτεάση, protean => Πρωτεϊκός,