Greek Meaning of sheltering
καταφύγιο
Other Greek words related to καταφύγιο
Nearest Words of sheltering
Definitions and Meaning of sheltering in English
sheltering (p. pr. & vb. n.)
of Shelter
FAQs About the word sheltering
καταφύγιο
of Shelter
φρούρηση,προστατευτικός,υπερασπίστηκε,Φρουρούμενος,προστατευμένο,προστασία,ασφαλής,προστατευμένος,προστατευμένος,θωράκιση
επικίνδυνο,επικίνδυνος,Ανασφαλής,Επικίνδυνο,απειλητικός,Επικίνδυνος,απειλητικός,επικίνδυνος,ύπουλος,αβέβαιος
sheltered workshop => προστατευμένο εργαστήριο, sheltered => προστατευμένος, shelterbelt => ανεμοφράκτης, shelter tent => Σκηνή καταφυγίου, shelter deck => Κατάστρωμα προστασίας,