FAQs About the word shelver

ράφι

a worker who puts things (as books) on shelves

αναβάλλω,καθυστέρηση,αναβάλλω,βάζω πάνω,αποστείλω,Αναστέλλω,περιμένω,καθυστερώ,επεκτείνω,Διστάζω

Πράξη,ασχολείσθαι (με),κάνω,δουλεύω (σε),αποφασίζω (για)

shelved => σε αναμονή, shelve => ράφι, shelty => Σέλτι, shelton jackson lee => Σέλτον Τζάκσον Λι, sheltie => Σέλτι,