FAQs About the word lay over

Ενδιάμεση στάση

interrupt a journey temporarily, e.g., overnight, place on top of

σταματάω,Στάση,ανάπαυση,Σπάω,παύση

Πράξη,ασχολείσθαι (με),κάνω,δουλεύω (σε),αποφασίζω (για)

lay out => απλώνω, lay on the line => βάζω στο τραπέζι, lay off => απόλυση, lay into => επιτεθεί, lay in => ξαπλώνω,