Greek Meaning of postpone
αναβάλλω
Other Greek words related to αναβάλλω
Nearest Words of postpone
- postpartum => μεταγεννητικός
- post-paid => μεταπληρωμένη
- postpaid => χρεώνεται εκ των υστέρων
- postoperatively => Μετεγχειρητικά
- postoperative => μετεγχειρητικός
- post-office box number => Αριθμός ταχυδρομικού κουτιού
- post-office box => Ταχυδρομική θυρίδα
- post-obit bond => Μεταθανάτιο ομόλογο
- postnuptial => μεταγαμιακός
- postnatal => μεταγεννητικά
- postponement => αναβολή
- postponer => αναβολή
- postpose => Αναβάλλω
- postposition => μεταθετικό μόριο
- postpositive => υστεροθεσικός
- postprandial => μεταγευματικός
- post-rotational nystagmus => Μεταστροφικός νυσταγμός
- postscript => Υ.Γ.
- posttraumatic amnesia => Μετατραυματική αμνησία
- posttraumatic epilepsy => Μετατραυματική επιληψία
Definitions and Meaning of postpone in English
postpone (v)
hold back to a later time
FAQs About the word postpone
αναβάλλω
hold back to a later time
αναβάλλω,καθυστέρηση,Διστάζω,βάζω πάνω,ράφι,Αναστέλλω,περιμένω,καθυστερώ,επεκτείνω,αναβάλλω (σε)
Πράξη,ασχολείσθαι (με),κάνω,δουλεύω (σε),αποφασίζω (για)
postpartum => μεταγεννητικός, post-paid => μεταπληρωμένη, postpaid => χρεώνεται εκ των υστέρων, postoperatively => Μετεγχειρητικά, postoperative => μετεγχειρητικός,