Greek Meaning of caving

σπηλαιολογία

Other Greek words related to σπηλαιολογία

Definitions and Meaning of caving in English

Webster

caving (p. pr. & vb. n.)

of Cave

FAQs About the word caving

σπηλαιολογία

of Cave

επίμονος,υποχωρώντας,υποβάλλει,υποχωρητικός,εφορμώντας,επιτιθέμενος,Πολιορκώντας,υπερθέτω,θυελλώδης,επιτιθέμενος

κάλυψη,υπερασπίζοντας,Ξιφασκία,υπερασπίζοντας,φρούρηση,φύλαξη,προληπτικός,προστατευτικός,προστασία,προβολή

cavin => καφεΐνη, cavilous => τσιγκούνης, cavillous => καβγαδόρικος, cavilling => λογομαχώ, caviller => καβγατζής,