Greek Meaning of bulwarking

Οχυρωματικό έργο

Other Greek words related to Οχυρωματικό έργο

Definitions and Meaning of bulwarking in English

Webster

bulwarking (n.)

of Bulwark

FAQs About the word bulwarking

Οχυρωματικό έργο

of Bulwark

υπερασπίζοντας,φρούρηση,προστατευτικός,προστασία,θωράκιση,Ξιφασκία,υπερασπίζοντας,αποτρεπτικός,φύλαξη,προληπτικός

εφορμώντας,επιτιθέμενος,επιτιθέμενος,επίμονος,Πολιορκώντας,υπερθέτω,θυελλώδης,υποβάλλει,υποχωρητικός,υποχωρώντας

bulwarked => οχυρωμένος, bulwark => προμαχώνας, bultow => Μπούλτοου, bultong => Μπιλτόνγκ, bultmann => Μπούλτμαν,