Greek Meaning of warring
εμπόλεμος
Other Greek words related to εμπόλεμος
Nearest Words of warring
- warrin => πολεμικό
- warrigal => warrigal
- warrie => πολεμιστής
- war-ridden => πολέμαρχος
- warriangle => Ουάριεϊνγλ
- warrener => κουνελοτρόφος
- warren harding => Γουόρεν Χάρντινγκ
- warren gamaliel harding => Ουόρεν Γκαμάλιελ Χάρντινγκ
- warren earl burger => Ουόρεν Ερλ Μπέργκερ
- warren e. burger => Ουόρεν Ε. Μπέργκερ
Definitions and Meaning of warring in English
warring (s)
engaged in war
warring (p. pr. & vb. n.)
of War
FAQs About the word warring
εμπόλεμος
engaged in warof War
ανταγωνιστικός,πολεμοχαρής,εμπόλεμος,μαχητικός,Αμφιλεγόμενος,μαχητής,στρατιωτικός,μιλιταριστικός,μαχητικός,φιλονικός
πολιτικός,Πολίτης,μη στρατιωτικός,φιλικός,φιλικός,φιλάνθρωπος,συμβιβαστικός,φιλικός,φιλικός,Μη βίαιος
warrin => πολεμικό, warrigal => warrigal, warrie => πολεμιστής, war-ridden => πολέμαρχος, warriangle => Ουάριεϊνγλ,