Greek Meaning of soldierly

στρατιωτικός

Other Greek words related to στρατιωτικός

Definitions and Meaning of soldierly in English

Wordnet

soldierly (s)

(of persons) befitting a warrior

FAQs About the word soldierly

στρατιωτικός

(of persons) befitting a warrior

πολεμικός,Στρατιωτικός,Ανταρτοπόλεμος,πολεμικός,επιθετικός,ανταγωνιστικός,επιχειρηματικός,πολεμοχαρής,εμπόλεμος,μαχητικός

πολιτικός,Πολίτης,μη στρατιωτικός,ανάρμοστος για στρατιώτη,φιλικός,φιλάνθρωπος,συμβιβαστικός,φιλικός,φιλικός,λαμπρός

soldierlike => στρατιώτης, soldiering => Στρατιωτική θητεία, soldier-fish => Στρατιώτης ψάρι, soldierfish => Ψάρια στρατιώτες, soldier of fortune => Μισθοφόρος,