Greek Meaning of solecism

σολoικισμός

Other Greek words related to σολoικισμός

Definitions and Meaning of solecism in English

Wordnet

solecism (n)

a socially awkward or tactless act

FAQs About the word solecism

σολoικισμός

a socially awkward or tactless act

λάθος,σφάλμα,απροσεξία,λάθος,αδίκημα,Αγενεια,οικειότητα,Γκάφα,γκάφα,γκάφα

προσοχή,Ευγένεια,ευγένεια,formalite,χειρονομία,Ανέσεις,φόρμα,Τρόποι,ηθη,ευγένεια

solea solea => Γλώσσα, solea lascaris => Γλώσσα, solea => Γλώσσα, sole trader => αυτοαπασχολούμενος, sole => Μόνος,